ὑποσκιάζεσθαι

ὑποσκιάζεσθαι
ὑποσκιάζω
overshadow gradually
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποσκιάζω — ὑποσκιάζω ΝΑ 1. καθιστώ κάτι κάπως σκιερό 2. (αμτβ.) αρχίζω να γίνομαι σκιερός, να σκοτεινιάζω αρχ. μέσ. ὑποσκιάζομαι σκιάζομαι από κάτω («τῇ συκῇ τοῡ πικροῡ βίου ὑποσκιάζεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκιάζω «καλύπτω, σκοτεινιάζω» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”